Δαιδάλων

Δαιδάλων
Δαίδαλος
cunningly
masc gen pl
Δαίδαλος
cunningly
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δαιδάλων — δαίδαλος cunningly masc/fem/neut gen pl δαιδάλλω work cunningly imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) δαιδάλλω work cunningly imperf ind act 1st sg (doric aeolic) δαιδαλόω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) δαιδαλόω imperf ind act 1st sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιολική διάβρωση — Η διαβρωτική ενέργεια που αναπτύσσουν οι άνεμοι κατά την κίνησή τους πάνω στην επιφάνεια της Γης, τροποποιώντας έτσι την εξωτερική μορφή των διάφορων εμφανίσεων των πετρωμάτων, κυρίως στις ερημικές θερμές περιοχές και σε μικρότερη κλίμακα σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”